Όπως όλες οι διατροφικές διαταραχές, το ARFID αναπτύσσεται σε μια χρονική περίοδο ως αποτέλεσμα ενός συνδυασμού γενετικών, βιολογικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Δεν υπάρχει μεμονωμένη αιτία και, παρά τις κοινές παρανοήσεις, δεν ευθύνονται οι οικογένειες και το υποστηρικτικό κοινωνικό δίκτυο. Στην πραγματικότητα, είναι συχνά ο ισχυρότερος σύμμαχος για την ανάρρωση. Πολλά άτομα έχουν γενετική προδιάθεση για ARFID που, ανάλογα με τις περιβαλλοντικούς παράγοντες μπορεί να εκδηλωθεί , ή όχι κατά τη διάρκεια της ζωής. Η μέση ηλικία διάγνωσης είναι τα 11 έτη. Ωστόσο, τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν στη βρεφική ή πρώιμη παιδική ηλικία.
Ο υποσιτισμός μπορεί να συμβεί για λόγους που δεν σχετίζονται με το ARFID (π.χ. γαστρεντερικά προβλήματα, ανεπαρκής ποικιλία τροφών στην διατροφή, αλλαγή στο μεταβολικό ρυθμό) και αυτό μπορεί να πυροδοτήσει την ανάπτυξη της ασθένειας. Ο υποσιτισμός μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές αλλαγές στις σωματικές λειτουργίες. Με την πάροδο του χρόνου, το σώμα μπορεί να προσαρμοστεί στον υποσιτισμό τροποποιώντας τα σήματα πείνας και κορεσμού. Αυτό μπορεί να δημιουργήσει έναν φαύλο κύκλο όπου ένα άτομο αισθάνεται μειωμένη πείνα, οδηγώντας το σε επιλεκτική διατροφή ή έλλειψη ενδιαφέροντος για την τροφή. Επιπλέον, ο υποσιτισμός μπορεί να επηρεάσει τους μεταβολικούς ρυθμούς, τα επίπεδα ορμονών, και την συνολική ενεργειακή ισορροπία, περιπλέκοντας περαιτέρω τη σχέση του ατόμου με την τροφή.
Οι διαταραχές στην σίτιση των παιδιών συχνά χαρακτηρίζονται από δυσλειτουργικές συμπεριφορές αλλά και προβλήματα δεξιοτήτων σίτισης όπως δυσκολία στη μάσηση η την κατάποση της τροφής. Η μειωμένη όρεξη και η επιθυμία για κατανάλωση τροφής περιγραφόταν στο παρελθόν ως «βρεφική ανορεξία» και « ως συναισθηματική αποφυγή τροφής» (Higgs, Goodyer, & Birch, 1989; Zero to Three, 2005). Το νέο μοντέλο επισημαίνει ότι οφείλεται στα χαμηλά επίπεδα γκρελίνης ( είναι η ορμόνη της όρεξης) κάτι το οποίο συμβαίνει και σε γυναίκες με πολύ χαμηλό βάρος λόγω του ARFID, (Thomas & Eddy, 2019; Thomas et al., 2017). Στην συνέχεια ,διάφορες έρευνες δείχνουν ότι στα νήπια ο εντοπισμός της πικρής η γλυκιάς γεύσης οδηγεί στην επιλεκτικότητα, στην αποφυγή και άρνηση λαχανικών με πικρή γεύση (Keller et al., 2002), κάτι το οποίο είναι πολύ κοινό στα παιδιά με ARFID.
Η αποφυγή των αρνητικών συνέπειων είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το αίσθημα πνιξίματος, εμετού η εντόνου πονόκοιλου. Η αρχική αιτιολογία βασίζεται σε κάποια τραυματική διατροφική εμπειρία η οποία συνοδεύτηκε με αίσθημα πνιξίματος η εμετό και έχει καταγραφεί στη μνήμη .Με αποτέλεσμα και μόνο στη θέα αυτής της τροφής , το άγχος αυξάνεται κατακόρυφα και βιώνοντας αυτόματα την αρχική εμπειρία . Τραυματικά γεγονότα, ειδικά αυτά που σχετίζονται με την τροφή ή την σίτιση, μπορεί να πυροδοτήσουν το ARFID. Οι συναισθηματικές συνέπειες τέτοιων γεγονότων μπορεί να εκδηλωθούν ως συμπεριφορές αποφυγής, καθιστώντας δύσκολη την αντιμετώπιση και την επίλυση του τραυματικού γεγονότος.
Υπάρχει γονιδιακό υπόβαθρο με κληρονομικότητα σε ότι αφορά την μειωμένη όρεξη (53%–84%), στην επιλεκτικότητα που εμφανίζεται στα νήπια (78%), καθώς και στην νεοφοβία σε παιδιά 4-7 ετών (72%) . Η υψηλή επιλεκτικότητα συνδέεται με αποφυγή των λαχανικών λόγω πικρής γεύσης η όποια είναι επίσης γονιδιακής προέλευσης .Η βιολογική αντίδραση εγκέφαλου είναι το άγχος και πιο συγκεκριμένα το αμυντικό σύστημά του εγκέφαλου βρίσκεται σε υπερδιέγερση όπου περιλαμβάνει την αμυγδαλή, τον προμετωπιαίο λοβό και τον οπίσθιο φλοιό του προσαγωγίου οδηγεί σε ακραίες αντιδράσεις φόβου γύρω από τις συγκεκριμένες τροφές. Τα άτομα με ARFID μπορεί να έχουν διαφορές στα νευρωνικά κυκλώματα του εγκεφάλου, ιδιαίτερα σε περιοχές που σχετίζονται με την ανταμοιβή και την ευχαρίστηση. Τα μονοπάτια ανταμοιβής που σχετίζονται με την τροφή μπορεί να είναι αποδυναμωμένα ή σε υποδιέγερση, καθιστώντας το φαγητό λιγότερο ευχάριστο ή ακόμα και αποκρουστικό. Η έλλειψη ευχαρίστησης από την τροφή ενισχύει συμπεριφορές που συσχετίζονται με αποφυγή και έλλειψη ενδιαφέροντος για την τροφή.
Ένας άλλος παράγοντας είναι τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά του παιδιού (ταπεραμέντο).Κλινικά τα παιδιά με ARFID έχουν το χαρακτηριστικό του άγχους και της δυσκολίας στην αλλαγή , πρόκειται για ιδιοσυγκρασιακά στοιχεία τα οποία σε αλληλεπίδραση με κοινωνικούς παράγοντες συμβάλλουν στην έναρξη της νόσου. Συχνά το άγχος οδηγεί σε νεοφοβία τροφών. Ενώ η αηδία είναι μια φυσιολογική αντίδραση για την αποφυγή η την εξαγωγή δηλητήριου η άλλων τοξινών, η αυξημένη αισθητηριακή ευαισθησία μπορεί να πυροδοτήσει αηδία ακόμη και σε ασφαλείς τροφές η οποία καταλήγει σε αποφυγή. Η διάσπαση και παρόρμηση σε συνδυασμό με την έντονη διέγερση, ένταση και φόβο οδηγούν στην μείωση της τροφής (συναισθηματικός υποσιτισμός) όμως με τον περιορισμό μειώνεται και η διέγερση.